- μαρμαρόχτιστος
- η , ο построенный из мрамора, мраморный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρμαρόκτιστος — και μαρμαρόχτιστος, η, ο αυτός που είναι κτισμένος από μάρμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κτιστός (< κτίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Α. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek